σχισματοποιός

σχισματοποιός
-όν, ΝΑ
εκκλ. αυτός που γίνεται αίτιος δημιουργίας σχίσματος («αἱρεσιαρχῶν καὶ σχισματοποιῶν», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχίσμα, -ατος + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”